εμβαδικός

εμβαδικός
η , όν относящийся к площади

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εμβαδικός" в других словарях:

  • εμβαδικός — ή, ό (AM ἐμβαδικός, όν) νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στο εμβαδόν αρχ. τετραγωνικός …   Dictionary of Greek

  • ἐμβαδικόν — ἐμβαδικός square masc/fem acc sg ἐμβαδικός square neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβαδικοί — ἐμβαδικός square masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβαδικούς — ἐμβαδικός square masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισεμβαδικός — ή, ό αυτός που έχει ίσο εμβαδόν με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἐμβαδικός < ἐμβαδόν] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»